- ίζηση
- ηκαθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β' σύνθ. (πρβλ. εν-ίζησις, προσ-ίζησις, συν-ίζησις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανίζηση — η η ανύψωση τμήματος του εδάφους πάνω από την κανονική επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + ίζηση < ιζάνω «κατακαθίζω, καθιζάνω»] … Dictionary of Greek